dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Δεν βρέθηκαν εγγραφές για
στί
Εννοούσατε:
αστή
άστυ
άτι
έτι
ότι
σι
σκι
σόι
στα
στη
στην
στιλ
στο
στυλ
συ
τη
τι
Εν μέρει αντιστοιχίες:
στιβάδα
στιβαρός
στιβαρότητα
στίβος
στίγμα
στιγματίζω
στιγματισμός
στιγμή
στιγμή συνειδητοποίησης
στιγμιαίο έγκλημα
στιγμιαίο προϊόν
...