dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
στήριξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unterstützung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
στήριξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Stützen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
στήριξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abstützung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
στήριξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Stützung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)