dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
σκιέρ ανώμαλου δρόμου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Langläuferin
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
σκιέρ ανώμαλου δρόμου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Langläufer
Ⓦ
Ⓖ
…