dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
σκελετός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Skelett
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
σκελετός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Knochengerüst
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
σκελετός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Rahmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σκελετός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gerippe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σκελετός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gerüst
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σκελετός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gestell
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σκελετός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fassung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)