dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
σε απόθεμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auf Lager
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σε απόθεμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lagernd
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σε απόθεμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorrätig
Ⓦ
Ⓖ
…