dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
σεξουαλικός παρτενέρ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Sexualpartner
Ⓦ
Ⓖ
…