dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
σεισμόπληκτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Erdbebenopfer
Ⓦ
Ⓖ
…
σεισμόπληκτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vom Erdbeben betroffen
Ⓦ
Ⓖ
…