dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
σεισμολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Seismik
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σεισμολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erdbebenkunde
Ⓦ
Ⓖ
…