dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
σαγανάκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
kleine Pfanne
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σαγανάκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
gebratener Käse
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σαγανάκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
kleine Kasserolle
Ⓦ
Ⓖ
…