dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
σήραγγα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Tunnel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
σήραγγα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Tunnelbau
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)