dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ρωμαλεότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lebenskraft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ρωμαλεότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kraft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ρωμαλεότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vitalität
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ρωμαλεότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Robustheit
Ⓦ
Ⓖ
…