dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
Ρομαντισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Romantik
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ρομαντισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Romantik
Ⓦ
Ⓖ
…