dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ρεγουλάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ρεγουλάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
regeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ρεγουλάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
regulieren
Ⓦ
Ⓖ
…