dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ραβδόγλυφα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ried
Ⓦ
Ⓖ
…
ραβδόγλυφα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schilfrohr
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ραβδόγλυφα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schilf
Ⓦ
Ⓖ
…