dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
ρίψασπις
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abtrünnige
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ρίψασπις
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Abtrünniger
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ρίψασπις
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Renegat
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ρίψασπις
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verräter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ρίψασπις
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Überläufer
Ⓦ
Ⓖ
…