dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
πύκνωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erhöhung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πύκνωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kompression
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πύκνωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verdichtung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
πύκνωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Absinken
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)