dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
πρόσταγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gebot
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
πρόσταγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Befehl
Ⓦ
Ⓖ
…