dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
πρόσοδος γεωργικής εκμετάλλευσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
landwirtschaftliches Einkommen
Ⓦ
Ⓖ
…