dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
πρωτοτόκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erstgebärende
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πρωτότοκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stammhalter
Ⓦ
Ⓖ
…