dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
προφυλακτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorbeugend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
προφυλακτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorsichtig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
προφυλακτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorsichtshalber
Ⓦ
Ⓖ
…