dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
προφυλακτήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Pufferspeicher
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
προφυλακτήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Puffer
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
προφυλακτήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stoßfänger..
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
προφυλακτήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Stoßstange.
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
προφυλακτήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Pufferspeicher.
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
προφυλακτήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pufferspeicher..
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
προφυλακτήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Stoßfänger.
Ⓦ
Ⓖ
…
!
προφυλακτήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Stoßfänger
Ⓦ
Ⓖ
…
!
προφυλακτήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Stoßstange
Ⓦ
Ⓖ
…