dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
προφασίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorwenden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προφασίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vortäuschen
Ⓦ
Ⓖ
…