dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
προστατευτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
protektionistisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
προστατευτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schützend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
προστατευτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schutz-
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)