dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
προσπέλαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anmarsch
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
προσπέλαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Annäherung
Ⓦ
Ⓖ
…