dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
προσκόμιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Vorlegen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
προσκόμιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beschaffung
Ⓦ
Ⓖ
…