dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
προσαρμόζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich einfügen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προσαρμόζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
assimilieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προσαρμόζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Fuß fassen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προσαρμόζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich akklimatisieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προσαρμόζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich angleichen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
προσαρμόζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich anpassen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προσαρμόζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich assimilieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προσαρμόζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich eingewöhnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προσαρμόζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich einordnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προσαρμόζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich einstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προσαρμόζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umschalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προσαρμόζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich umstellen
Ⓦ
Ⓖ
…