dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
προσαγωγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vorführung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
προσαγωγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vorlage
Ⓦ
Ⓖ
…