dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
προοίμιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einleitung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
προοίμιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Präambel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
προοίμιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Vorspiel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
προοίμιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vorspruch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
προοίμιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Vorzeichen
Ⓦ
Ⓖ
…