dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίρρημα
προληπτικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorsichtshalber
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ιατρ.
προληπτικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
prophylaktisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
προληπτικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorsorglich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
προληπτικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
präventiv
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)