dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
προκαταρκτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einleitend
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
προκαταρκτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Vor-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
προκαταρκτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Vorbereitungs-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
προκαταρκτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorläufig
Ⓦ
Ⓖ
…