dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
προγραμματίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
planen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
προγραμματίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorhaben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προγραμματίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
programmieren
Ⓦ
Ⓖ
…