dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
πορτοφόλι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Brieftasche
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
πορτοφόλι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Geldtasche
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πορτοφόλι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Portemonnaie
Ⓦ
Ⓖ
…