dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
πορίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gewinnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πορίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erwerben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πορίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verdienen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πορίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich verschaffen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)