dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
πολυτέλεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Luxus
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)