dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
πολυσχιδής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stark verzweigt
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
πολυσχιδής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weitverzweigt
Ⓦ
Ⓖ
…