dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
πλιγούρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
grober Grieß
Ⓦ
Ⓖ
…
πλιγούρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Grobgrieß
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πλιγούρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Buchweizen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πλιγούρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
grobe Grieß
Ⓦ
Ⓖ
…