dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
πλησίασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Annäherung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πλησίασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Herangehen
Ⓦ
Ⓖ
…