dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
πλαστικοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mit Plastik überziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πλαστικοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
teigig machen
Ⓦ
Ⓖ
…