dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
πλασμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beschaffen
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
πλασμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geschaffen
Ⓦ
Ⓖ
…