dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
πιτσιλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
spritzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πιτσιλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bespritzen
Ⓦ
Ⓖ
…