dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
πιστοποιητικό απασχόλησης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Arbeitsbescheinigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πιστοποιητικό απασχόλησης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Beschäftigungsnachweis
Ⓦ
Ⓖ
…