dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
περισυλλέγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufsammeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
περισυλλέγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufnehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
περισυλλέγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusammensuchen
Ⓦ
Ⓖ
…