dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
περισταλτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
begrenzend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
περισταλτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beschränkend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
περισταλτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einschränkend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
περισταλτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Peristaltik-
Ⓦ
Ⓖ
…