dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
περιορισμός μετανάστευσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einwanderungsbeschränkung
Ⓦ
Ⓖ
…