dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
περιορίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eingegrenzt werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
περιορίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
es belassen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
περιορίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich beschränken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
περιορίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich erschöpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)