dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
περίπτωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fall
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
περίπτωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lage
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
περίπτωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anlass
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
περίπτωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gelegenheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
περίπτωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ereignis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
περίπτωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Situation
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)