dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
πεντάρφανος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
völlig verwaist
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πεντάρφανος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vollwaise
Ⓦ
Ⓖ
…