dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
πελατεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Klientel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
πελατεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kundschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πελατεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Geschäftskreis
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)