dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
πείθω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überzeugen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πείθω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überreden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πείθω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich überzeugen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πειθώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Überzeugungskraft
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)