dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
πειθαρχώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gehorchen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πειθαρχώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
diszipliniert sein
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)